Τα social media προκαλούν άγχος και η Αμερικανική Εταιρεία Ψυχολογίας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τα αυξανόμενα ποσοστά εθισμένων σε αυτά χρηστών. Οι χρήστες βρίσκονται σχεδόν πάντα online, ελέγχοντας συνεχώς τον λογαριασμό τους στο Instagram και το Facebook. Στο πλαίσιο έρευνας του Πανεπιστημίου Κορνέλ ζητήθηκε από τους χρήστες να μείνουν offline για 99 ημέρες και να περιγράφουν τη διάθεσή τους ανά διάστημα 33 ημερών. Η έρευνα έδειξε ότι για τους περισσότερους είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιβληθούν στον εαυτό τους και να μείνουν εκτός διαδικτύου. Τα τελευταία δεδομένα αφορούν το Instagram και την αγάπη που έχει σ’ αυτό ο εγκέφαλός μας. Το παράδοξο με το συγκεκριμένο μέσο είναι ότι, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που προβάλλουν ψεύτικα πρότυπα, τα οποία δημιουργούν αίσθημα κατωτερότητας στους χρήστες, οι τελευταίοι συνεχίζουν να το χρησιμοποιούν. Οι φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συχνά απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Ωστόσο, περισσότεροι από 500 εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν το ίνσταγκραμ κάθε μέρα – αριθμός σχεδόν ίσος με ολόκληρο τον πληθυσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί, λοιπόν, είναι τόσο αγαπητό αυτό το μέσο κοινωνικής δικτύωσης και τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μας όταν το χρησιμοποιούμε; Ο Νταρ Μέσι, νευροεπιστήμονας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, εξέτασε ανθρώπους που χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την μέθοδο της μαγνητικής τομογραφίας.
Ο ερευνητής συμπέρανε ότι όταν δεχόμαστε ή κάνουμε λάικ και όταν ελέγχουμε την δραστηριότητα των φίλων μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενεργοποιείται το «σύστημα επιβράβευσης» του εγκεφάλου. Άλλες περιπτώσεις ενεργοποίησης του ίδιου συστήματος είναι όταν μας προσφέρουν φαγητό, ποτό, σεξ και χρήματα, καθώς επίσης και κατά τη διάρκεια κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών. Ο Μέσι εξηγεί ότι αυτό συμβαίνει επειδή η θέση μέσα σε ένα σύνολο είναι πολύ σημαντική για τον καθένα από εμάς και επίσης θέλουμε να αρέσουμε στους άλλους.
Αν και δεν θέλει να το χαρακτηρίσει ως εθισμό, αναφέρει περιπτώσεις όπου άνθρωποι αντιμετώπισαν προβλήματα, όπως η αϋπνία ή η έλλειψη συγκέντρωσης, επειδή δεν μπορούσαν να σταματήσουν να χρησιμοποιούν μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η καθηγήτρια Ηθικής των Μέσων Ενημέρωσης Πέτρα Γκριμ διερωτάται, εάν η τάση μας να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με τους άλλους είναι έμφυτη ή πολιτισμικά διαμορφωμένη. Όπως αναφέρει στη Deutsche Welle, αυτή «γίνεται προβληματική όταν η σύγκριση που κάνουμε οδηγεί σε υποτίμηση του εαυτού μας ή αίσθημα ανωτερότητας, ενώ η συνεχής σύγκριση με τους ινφλουένσερς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να αποτρέψει τους νέους ανθρώπους από να ανακαλύψουν ποιοι πραγματικά είναι». Ποιος ευθύνεται όμως για την κατάσταση της ψυχικής υγείας των χρηστών στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης; Η Γκριμ θεωρεί ότι υπεύθυνοι είναι οι ίδιοι οι οργανισμοί των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Αναφέρει, όμως, ότι θα ήταν αφελές να περιμένουμε από αυτούς αλλαγές που θα έθεταν σε κίνδυνο το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Για την ίδια, καθοριστικός είναι ο ρόλος της σχολικής εκπαίδευσης. Πιστεύει ότι οι δάσκαλοι πρέπει να εξηγούν στους μαθητές τις επιχειρηματικές στρατηγικές των εταιρειών που βρίσκονται πίσω από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και να τους ενημερώνουν για τις συνέπειες της συστηματικής χρήσης αυτών.